ατσιγάριστος

ατσιγάριστος
η , ο
1) неподжаренный (о мясе); 2) не подвергшийся мукам, лишениям

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ατσιγάριστος" в других словарях:

  • ατσιγάριστος — η, ο 1. (για φαγητά) αυτός που δεν τσιγαρίστηκε αρκετά 2. αυτός που δεν τυραννίστηκε, που δεν ταλαιπωρήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ατσιγάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν τσιγαρίστηκε: Το κρεμμύδι ήταν ατσιγάριστο. 2. αυτός που δε βασανίστηκε, δεν ταλαιπωρήθηκε στη ζωή: Ας ήταν να περνούσα και μια μέρα ατσιγάριστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακοκκίνιστος — ακοκκίνιστος, η, ο και ακοκκίνιγος, η, ο 1. αυτός που δε βάφτηκε με κόκκινο χρώμα: Εκείνο το Πάσχα κόκκινη μπογιά δεν υπήρχε, και τα αβγά έμειναν ακοκκίνιστα. 2. αυτός που δεν κοκκινίζει, ο αδιάντροπος: Όσα και να του λεγες δεν τον ένοιαζε· ήταν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»